- ευπροσόδευτος
- εὐπροσόδευτος, -ον (Μ)αυτός που αποφέρει καλές προσόδους, ο αποδοτικός, ο παραγωγικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-οδεύω «εισπράττω εισόδημα, προσόδους»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπροσόδευτα — εὐπροσόδευτος income producing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)